Μία μόνο ευκαιρία

Αθήνα, 2014

Προχώρησε με το απαράμιλλο στυλ της προς το τραπέζι, χαιρέτησε τις υπόλοιπες της παρέας και κάθισε στην καρέκλα του μικρού γουστόζικου καφέ. Ο άγνωστος άντρας από το απέναντι τραπέζι, γοητευμένος, έμεινε να χαζεύει το πανέμορφο πρόσωπό της, με τις αριστοτεχνικές γωνίες και την απόλυτη συμμετρία του. Εκείνη δεν του έδινε καμία σημασία. Κι όμως, το αδιάφορο βλέμμα της είχε κάτι το μοναδικά ερωτεύσιμο. Ίσως να ήταν αυτή η δίψα των ματιών, αυτός ο πόθος να εκπληρώσει κάθε επιθυμία, προτού την εγκαταλείψει η νιότη. Ίσως να ήταν κι εκείνο το ψηλόλιγνο σώμα, που σαν να βγήκε από καλούπι καλλιτέχνη, στήριζε το ευειδές πρόσωπο.

Στο μικρό στρογγυλό τραπέζι των νεαρών γυναικών άχνιζαν μία ζεστή σοκολάτα, ένας καφές μαύρος χωρίς ζάχαρη κι ένα μικρό ποτήρι οινόμελο, καλωσορίζοντας γαστρονομικά το φθινόπωρο. Είχαν περάσει ήδη τέσσερα πέντε χρόνια που δεν ήταν πια φοιτήτριες και όδευαν πλέον προς την καινούρια δεκαετία. Κι όμως, οι συνήθειές τους είχαν παραμείνει ίδιες. Δεν είχε συμβεί ακόμη τίποτε το συνταρακτικό στις ζωές τους, τίποτε που θα τις έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι ο χρόνος τρέχει.

Ο μυστηριώδης άντρας αδυνατούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Αυτή η κοπέλα θα μπορούσε να κοσμεί το εξώφυλλο του περιοδικού που ξεφύλλιζε στο τραπέζι του βαριεστημένα. Αναμένοντας, μάταια, να τον κοιτάξει, συνέχισε να πίνει αργά το λευκό κρασί του. Εκείνη έστρεψε ξαφνικά τη ματιά της στη δική του και, προτού εκείνος προλάβει να της αρπάξει ένα χαμόγελο, γύρισε το κεφάλι προς την παρέα της. Οι κοπέλες, αγωνιώντας να μάθουν για τον παράξενο άντρα -θα ‘ταν δε θα ‘ταν γύρω στα τριανταπέντε με τριανταοκτώ- της έγνεφαν ότι κάτι παίζει στην ατμόσφαιρα. Εκείνη άλλαζε διαρκώς θέμα, καθώς η πλήξη ήταν έκδηλη στο πρόσωπό της.

Οι ώρες πέρασαν γρήγορα. Τη συζήτηση άρχισαν τώρα να μονοπωλούν τα ωράρια των λεωφορείων και του μετρό. Αν κάποια από αυτές έχανε το τελευταίο δρομολόγιο, θα ξέμενε να περιφέρεται μέσα στην πόλη, μέχρι να βρει κάποιο ταξί (που η περιστασιακή εργασία της θα της επέτρεπε οριακά να το πληρώσει). Σηκώθηκαν πρώτα οι άλλες δύο και προχώρησαν μερικά βήματα μπροστά. Εκείνη τακτοποίησε τα ρέστα στην τσάντα της και αποχώρησε τελευταία. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί από το τραπέζι, άκουσε μια φωνή: “Δεσποινίς!” Θα ήταν αγένεια να μη στρέψει το βλέμμα σ’ αυτή την αρρενωπή και στιβαρή φωνή, που όλο ευγένεια της απευθύνθηκε. Τον κοίταξε αμήχανα, ενώ παρέμενε σιωπηλή.

-Με συγχωρείς που παίρνω το θάρρος να σου μιλήσω, αλλά δεν μπορούσα να σε αφήσω να φύγεις. Αλέξανδρος, παρεμπιπτόντως. Το όνομά σου;

-Δανάη. Χάρηκα.

-Δανάη, είσαι πολύ όμορφη. Εγώ, ξέρεις, είμαι σκηνοθέτης. Ήρθα για λίγες μέρες μόνο στην Αθήνα και θα επιστρέψω στην Ιταλία. Ετοιμάζω μια ταινία αυτό το διάστημα και πιστεύω πως θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε. Θα έγραφες τέλεια στο φακό. Τι λες;

-… Δεν νομίζω. Ευχαριστώ πάντως.

-Μην είσαι αρνητική. Εγώ θα ήθελα πολύ να σε ξαναδώ (παύση μερικών δευτερολέπτων). Άκου τι θα κάνουμε. Θα κρατήσεις την κάρτα μου και θα το σκεφτείς. Δώσε μου κι εσύ το τηλέφωνό σου να βρεθούμε για έναν καφέ απλώς για να το συζητήσουμε.

-Άσ’ το καλύτερα. Κάποια άλλη φορά (διστακτικά).

-Θέλεις να με κάνεις να σε παρακαλέσω; Αν το θέλεις, θα το κάνω (της χαμογέλασε ικετευτικά).

Εκείνη έγραψε τον αριθμό της στο χαρτί που της είχε μόλις δώσει στο χέρι και τον καληνύχτισε βιαστικά. Η καλλίγραμμη φιγούρα της απομακρύνθηκε από το μικρό μαγαζί με νεανικό μπρίο. Η κοριτσοπαρέα κατηφόρισε το δρόμο της ακριβής αθηναϊκής συνοικίας κι εκείνος κάθισε στο τραπέζι, διατηρώντας στα χείλη του ένα μειδίαμα για το απόκομμα που κρατούσε στα χέρια του.

Την επόμενη μέρα της τηλεφώνησε. Η γραμμή ήταν νεκρή. Ξαναπροσπάθησε αρκετές φορές. “Ο συνδρομητής δεν υπάρχει”, τον ενημέρωνε επανειλημμένως το ηχητικό ρομπότ της εταιρείας τηλεπικοινωνιών. “Η μικρή φαίνεται πως εκτός από ομορφιά διαθέτει και μυαλό”, ψιθύρισε και συνέχισε να οργανώνει την ατζέντα με τις συναντήσεις της ημέρας, ενώ στο κινητό του χτύπησε ειδοποίηση ότι είχε ανοίξει το ηλεκτρονικό τσεκ ιν για την πτήση.

Στο σήμερα

Τη συνάντησα χθες στο πάρκο. Είχε ένα καρότσι δίπλα της και φώναζε σ’ ένα αγοράκι, γύρω στα πέντε, να προσέχει στην τσουλήθρα. Τα μάτια της έδειξαν πραγματική χαρά όταν με είδε. Μιλήσαμε κανένα μισάωρο. Καθώς της εξιστορούσα πόσες δουλειές έχω αλλάξει τα τελευταία χρόνια, διέκοπτε διαρκώς τα λόγια μου για να φωνάξει του μικρού. Αφότου χωριστήκαμε, έπαιζε σε λούπα στο μυαλό μου μία μόνο σκέψη. Πώς θα είχαν εξελιχθεί, άραγε, τα πράγματα αν τα δύο τελευταία ψηφία στο χαρτί, τότε, ήταν τα σωστά; Θα είχα την ευκαιρία σήμερα να τη συναντήσω στο πάρκο της γειτονιάς ή θα απολάμβανε τη σαμπάνια της σε κάποιο από τα διαμερίσματά της στο Παλέρμο; Θα παρέμενε το ίδιο ταπεινό και προσγειωμένο πλάσμα που γνώρισα ή θα είχε εκμεταλλευτεί τη δύναμη της αξεπέραστης ομορφιάς που της χάρισε η φύση; Μήπως, βέβαια, η ακεραιότητα του χαρακτήρα της τη γλίτωσε από ένα μεγάλο φιάσκο κι έναν απατεώνα κυνηγό ταλέντων ή ακόμα χειρότερα έναν διαστροφικό άντρα; Κανείς δε θα μάθει ποτέ. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η μαγεία…

Κατερίνα Δημοπούλου

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑