Η πτήση

Το αεροπλάνο σταθεροποιήθηκε ομαλά στον παγωμένο αιθέρα. Εκείνος έγειρε το κάθισμά του και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, ζαλισμένος από τη γλυκιά μέθη του χαλαρωτικού χαπιού. Ο ήχος από το τσαλάκωμα του χαρτιού περιτυλίγματος τον ξύπνησε απότομα. Ξεθόλωσε τα γλαρωμένα μάτια του και αντίκρισε τη διπλανή κυρία να ταμπονάρει απαλά το πιγούνι της με τη χαρτοπετσέτα, ενώ του έγνεφε ένα «συγγνώμη», χαμογελώντας αμήχανα. Δεν άργησε να υποκύψει ξανά στον Μορφέα. Ύστερα από αρκετές ώρες εναέριου ταξιδιού, έφτασε η ώρα της προσγείωσης. Οι ρόδες του καλοσυντηρημένου αεροσκάφους άγγιξαν το έδαφος. Έστρεψε το κεφάλι του στο μικρό παράθυρο. Ευθύς, ανατρίχιασε μπροστά στη θέα που αντίκρισε.

Μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά του, απλωνόταν μία φουτουριστική πόλη με λευκά κτίρια και κυανά φώτα, που αναβόσβηναν παροδικά. Δεν διέκρινε πουθενά ίχνη φυσικού τοπίου. Το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο ασπροντυμένους φρουρούς, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους περίεργα όπλα. Από το μεγάφωνο ακούστηκε μια ανακοίνωση από μία απόκοσμη ρομποτική φωνή: «Καλώς ορίσατε στο αεροδρόμιο της Λουτέν. Παρακαλώ αποβιβαστείτε ακολουθώντας τις οδηγίες του πληρώματος». Οι επιβάτες άρχισαν να αποβιβάζονται ένας ένας. Όταν έφτασε η σειρά του, προσπάθησε μάταια να ρωτήσει τις αεροσυνοδούς τι είχε συμβεί με την πτήση, ενώ εκείνες τον έσπρωχναν με βιασύνη προς την έξοδο, όπου τον περίμενε μία κάψουλα. Έκανε δύο βήματα και αμέσως η πόρτα της κάψουλας έκλεισε πίσω του. Το γυάλινο βαγόνι άρχισε να κινείται ευθεία, ακολουθώντας τα βαγόνια των μπροστινών επιβατών. Η γνώριμη απόκοσμη φωνή ακούστηκε ξανά: «Διάχυση οξυγόνου επιτυχής.  Έχετε δεκαπέντε λεπτά ασφαλούς παραμονής στον θάλαμο». Ένα σφίξιμο στο στομάχι τον έκανε να διπλωθεί, ακουμπώντας στο τοίχωμα του θολωτού θαλάμου.

Η κάψουλα εισήλθε σε μία ευρύχωρη στεγασμένη αίθουσα. Ο χώρος είχε κατακλυστεί από σιδερένια σκυλιά ρομπότ που σκάναραν τους περαστικούς. Οι κάψουλες άνοιγαν σταδιακά και ελευθέρωναν τους αφιχθέντες στο δωμάτιο υποδοχής. Τα ηλεκτρονικά ταμπλό που κρέμονταν από το ταβάνι έδειχναν τα επίπεδα του συμπιεσμένου οξυγόνου. Εκείνος έφτασε στο γκισέ ενός ανέκφραστου αστυνομικού, ο οποίος του απευθύνθηκε με απλανές βλέμμα: «Το διαβατήριό σας, παρακαλώ». Έβγαλε από την τσάντα τα χαρτιά του και τα παρέδωσε στα χέρια του. «Τι είναι αυτό, κύριε; Από πού έρχεστε;» «Από την Ελλάδα», του απάντησε. Τότε παρατήρησε το πρόσωπο του μέχρι πρότινος ανέκφραστου ελεγκτή να τσιτώνει και τις φλέβες στο μέτωπό του να διογκώνονται. Φώναξε δύο όμοιούς του και άρχισαν τις συνωμοτικές χειρονομίες. Κοιτούσαν το διαβατήριο σαστιμένοι, ενώ σιγοψυθίριζαν μεταξύ τους. «Πού το βρήκατε αυτό το έγγραφο κύριε;», τον ρώτησε εκείνος. «Μα δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάτε. Είμαι κάτοικος Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατευθύνομαι προς την Αίγυπτο», αποκρίθηκε απορημένος εκείνος. Το μάτι τους έπεσε πάνω στη χρονολογία έκδοσης του διαβατηρίου: 2020. Αφού πάτησαν μερικά κουμπιά με απίστευτη ταχύτητα, κατέβασαν ευθύς το τζάμι του γκισέ και συνέχισαν να τον κοιτούν έκπληκτοι, σχεδόν φοβισμένοι… Δύο οπλισμένοι φρουροί, μια γυναίκα κι ένας άντρας κατευθύνονταν ήδη προς το μέρος του. «Θα πρέπει να μας ακολουθήσετε…» είπε ο άντρας με βροντερή φωνή. Η ματιά του όμως απορροφήθηκε μοιραία από εκείνη…

Ξανθή, με μεταξένια στιλπνά μαλλιά και γαλαζοπράσινα αμυγδαλωτά μάτια. Κάτω από την ολόσωμη στολή της διαγραφόταν το θηλυκό καλοσχηματισμένο σώμα της. Το λαιμό της έντυνε ένα μενταγιόν με τιρκουάζ πέτρες. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορούμε να σας ταυτοποιήσουμε. Θα πρέπει να παραμείνετε εδώ, μέχρι να αποφανθεί ο κυβερνήτης τι θα κάνει με την περίπτωσή σας», του είπε, ενώ τον έπιανε με δύναμη από το μπράτσο. Το δέρμα των τρυφερών χεριών της καλυπτόταν από χοντρά δερμάτινα γάντια. Τον πέταξε στο πάτωμα κι έκλεισε την ατσάλινη καγκελόπορτα του κελιού. Εκείνος κοίταξε το ηλεκτρονικό ημερολόγιο που ήταν τοποθετημένο στον τοίχο: Μάρτιος του 2340. «Δεν είναι δυνατόν», σκέφτηκε. Τα επόμενα λεπτά τον βρήκαν σκεπτικό, να περιφέρεται στο άδειο κελί. Ξαφνικά, εισέβαλαν τέσσερις δεσμοφύλακες, φορώντας γαλάζιες μάσκες που κάλυπταν τη μύτη και το στόμα τους. «Καταδικάζεσθε για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με την εσχάτη των ποινών», αναφώνησε ο ένας από αυτούς. «Μα τι έκανα;» «Έρχεστε από το μιασμένο έτος. 320 χρόνια πριν, το 2020 ξεκίνησε η καταστροφή της ανθρωπότητας και η στέρευση του οξυγόνου. Ο κυβερνήτης διέταξε τον θάνατό σας».  Τα πόδια του δε βάσταξαν τον κορμό του σώματός του και σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος στο πάτωμα του λευκού κελιού.

Η ταλάντωση του αεροπλάνου από την ανώμαλη κάθοδο τον ξάφνιασε… Άνοιξε τα μάτια του και είδε την κυρία δίπλα του να κάνει τον σταυρό της. Από το θολωμένο τζάμι αντίκρισε το αρχοντικό Κάιρο να ξεδιπλώνει τους πανύψηλους πύργους του και τις αμμώδεις εκτάσεις του. Οι αεροσυνοδοί, ευδιάθετες, ξεπροβόδισαν τους επιβάτες. Με ένα άσβεστο χαμόγελο στα χείλη έφτασε μέχρι την πύλη των αφίξεων. Εκεί, τον περίμενε ο οδηγός Αιγύπτιου συνεργάτη του, ο οποίος του παρέδωσε ένα σημείωμα στο χέρι, καθώς δεν μιλούσε αγγλικά. «Αγαπητέ, καλώς ορίσατε. Ελπίζω να είχατε ένα ευχάριστο ταξίδι.  Δυστυχώς, λόγω των  επαγγελματικών υποχρεώσεών μου δεν προλαβαίνω να περάσω χρόνο μαζί σας, μέχρι τη συνάντησή μας στο συνέδριο μεθαύριο. Ωστόσο, έχω συνεννοηθεί με ένα γραφείο έμπειρων επαγγελματιών. Στο ξενοδοχείο θα σας περιμένει ξεναγός, που θα είναι στη διάθεσή σας. Καλά να περάσετε στο Κάιρο».

Έφτασε στο ξενοδοχείο, βαριανασαίνοντας από τον ανυπόφορο καύσωνα. Μόλις τακτοποίησε τα έγγραφά του στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, ο υπάλληλος του ζήτησε να περιμένει στη σάλα, καθώς ο ξεναγός του επιθυμούσε να τον συναντήσει. Από το βάθος είδε να ξεπροβάλει μια οπτασία. Γυναίκα που έμοιαζε με αερικό. Το κατάλευκο δέρμα της δεν θύμιζε σε τίποτα τη σοκολατί επιδερμίδα των ντόπιων. Βάδιζε προς το μέρος του, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη και όσο πλησίαζε, τόσο το βλέμμα του χανόταν στα γαλαζοπράσινα μάτια της και τα αέρινα ξανθά της μαλλιά. Ένιωθε ότι κάπου την είχε ξανασυναντήσει. Λίγο πριν χαιρετηθούν, παρατήρησε τον λευκό της λαιμό. Οι τιρκουάζ πέτρες του μενταγιόν της εξέπεμπαν μία εκτυφλωτική λάμψη. «Καλώς ορίσατε στο Κάιρο», του είπε, εκτείνοντας το χέρι με το κατάλευκο δερμάτινο γάντι για χειραψία…

Κατερίνα Δημοπούλου

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑