Ο μικροπωλητής

Ο πάγκος με τα πορφυρά μήλα της τράβηξε το βλέμμα. Θαρρείς πως κάποιος τα γυάλιζε κάθε πρωί στωικά ένα ένα, ώστε να αποκτήσουν την εντυπωσιακή λάμψη τους. Εκείνη προτιμούσε τα πράσινα. Η επαφή του ουρανίσκου της με το γλυκόξινο τής χάριζε μια μοναδική επίγευση. Το παιδί πίσω από τον πάγκο ήταν απασχολημένο με τον προηγούμενο πελάτη. Μόλις την είδε, έπιασε ένα μήλο από τον πάγκο, το πέταξε ψηλά στον αέρα με στυλ και όταν αυτό προσγειώθηκε στα χέρια του, το σκούπισε με ένα πανί και της το προσέφερε, χαμογελώντας. «Μου αρέσουν πιο πολύ τα ξινόμηλα», του είπε εκείνη, κρύβοντας ένα χαμόγελο πίσω από τα στρογγυλά της μάγουλα. Η όψη του νεαρού οπωροπώλη δε θύμιζε σε τίποτα τα κουρασμένα πρόσωπα των υπόλοιπων πλανόδιων. Τα καστανά μακριά του μαλλιά και τα αραιά του μούσια, σε συνδυασμό με τα ρετρό μπλουζάκια του από παλιά συγκροτήματα και το μέτριο μπόι του, τον καθιστούσαν μία άκρως συμπαθή φιγούρα στα μάτια της. Εκείνη τη μέρα δεν είπαν πολλά. Εκείνη κουβάλησε τη σακούλα με τα ξινόμηλα μαζί με τα υπόλοιπα λαχανικά και ψάρια μέχρι το διαμέρισμα και άρχισε να τα τακτοποιεί επιμελώς.

Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε που ολοκλήρωσε την επίπλωση του νέου της σπιτιού. Το παλιό τριάρι στην οδό Καλύμνου είχε γεμίσει συναρμολογούμενα έπιπλα από απομίμηση ξύλου, τα οποία προσπαθούσαν μάταια να συνυπάρξουν με τις βαριές, μισοφαγωμένες αντίκες που της είχε βρει ο ξάδερφός της από την αντικερί που έκλεινε στη γειτονιά του. Από τις γρίλιες του παραθύρου, η χρυσοκίτρινη λωρίδα φωτός πλημμύριζε τη ματιά της με ελπίδα. Ευθύς, η σκέψη της άρχισε να ταξιδεύει στα καινούρια ξεκινήματα. Αυτά, που είναι γεμάτα με πελώριες απροσπέλαστες βραχονησίδες κι, ενίοτε, οι ταξιδιώτες χρειάζονται τη θέρμη των αστεριών για να τις αποφύγουν. Την περιπλάνηση των σκέψεών της διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου. Ήταν η διευθύντρια από το περιοδικό και ήθελε να της υπενθυμίσει ότι περίμεναν το άρθρο της μέχρι το πρωί της επομένης. Η λοιπή εβδομάδα κύλησε απλά, ανιαρά και δίχως χρώμα, στον καμβά μιας αέναης μονοτονίας.

Έφτασε η Τρίτη ξανά. Η μέρα που οι μικροπωλητές απλώνουν την πραμάτεια τους στους πάγκους της λαϊκής αγοράς και καλωσορίζουν τον κόσμο το πρωί, με ενέργεια και ενθουσιασμό που φθίνουν μέχρι το μεσημέρι. Η παρουσία της λαϊκής αγοράς στις γραφικές συνοικίες είναι εκεί για να θυμίζει κάτι από την παλιά Αθήνα. Εκείνη έμεινε να κοιτά τους πάγκους που απλώνονταν μέχρι το τέλος του δρόμου. Θαρρείς πως έλειπε μονάχα η παρουσία της λατέρνας, για να ολοκληρωθεί το σκηνικό της δεκαετίας του ’60, με έναν μοναδικό κινηματογραφισμό. Στο καλλιτεχνικό αυτό κάδρο θα μπορούσε να προστεθεί ο νεαρός πωλητής των ολοπόρφυρων μήλων, τον οποίον αντίκρισαν τα έκπληκτα μάτια της να πετά καμιά δεκαριά μήλα στον αέρα με ασύλληπτη ταχύτητα, σαν επαγγελματίας ζογκλέρ. Εκείνη πλησίασε και του έπιασε την κουβέντα, ενώ γέμιζε τη σακούλα με τα μήλα της εβδομάδας, επιλέγοντάς τα ένα ένα. Η φωνή του ήταν βαριά και αρρενωπή, μα η όψη του θύμιζε παλληκαράκι που μόλις είχε αποφοιτήσει από το σχολείο. Της μιλούσε συγκρατημένα, σαν κάτι να έκρυβε πίσω από τα φωτεινά μάτια του.

Κάθε Τρίτη εκείνη ήταν εκεί. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο ανοίγονταν ο ένας στον άλλον. Η βιασύνη των πελατών συχνά τους ανάγκαζε να διακόψουν την κουβέντα τους. Παρ’ όλα αυτά, η αμφίδρομη συμπάθεια έμοιαζε να εξελίσσεται γοργά σε φιλία. Μια μέρα, τον βρήκε νωχελικό και σκεπτικό. Εκείνη τη μέρα, δεν προσπαθούσε καθόλου να κρύψει τη θλίψη του πίσω από ζογγλερικά κόλπα και παιχνιδίσματα με τους πελάτες. Τον ρώτησε τι είχε κι εκείνος την κοίταξε με δυο μεγάλα μάτια, γεμάτα από απογοήτευση και παιδική αθωότητα. Τον περίμενε μέχρι το σχόλασμα και συμφώνησαν να προχωρήσουν μέχρι την πλατεία, για να μιλήσουν ήσυχα. Ένα φορτηγό, που διέσχισε άγαρμπα το δρόμο, διέκοψε στιγμιαία την κουβέντα τους. Περπάτησαν μέχρι το κοντινό πάρκο και κάθισαν σ’ ένα παγκάκι. Εκεί, της ανοίχτηκε. Το μεγάλο του βάσανο ήταν ο πατέρας του. Τον είχε αναγκάσει να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση με τα οπωρικά, όταν βάρυνε η κατάσταση της καρδιάς του. Εκείνη την περίοδο, είχε κερδίσει σε ένα διαγωνισμό ταλέντων κάποια υποτροφία για μία από τις καλύτερες σχολές ταχυδακτυλουργών στην Αμερική. Ο πατέρας του ούτε να ακούσει για Αμερικές και ξενιτέματα. Στο σπίτι είχε γίνει ο κακός χαμός! Κι έτσι, εκείνος αποφάσισε να μείνει στο πατρικό του και ν’ αναλάβει την επιχείρηση. Εκείνη τη μέρα τα θυμήθηκε και μελαγχόλησε. «Συγγνώμη που σε φορτώνω με τα δικά μου» της είπε αναστενάζοντας. Είχε σχεδόν σουρουπώσει κι ακόμη τα λέγανε πάνω στις άβολες ξύλινες τάβλες. Όταν χωρίστηκαν, εκείνη για πρώτη φορά ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος.

Τις επόμενες εβδομάδες δεν τον έβρισκε στο πόστο του. Πήγαινε νωρίς το πρωί, ξαναπήγαινε πριν το σχόλασμα..τίποτα. Σαν να είχε ανοίξει η γη και να τον είχε καταπιεί! Στη θέση του πάγκου του δέσποζε πλέον ένας μικρός πάγκος με γλαδιόλες και ορχιδέες. Μια συννεφιασμένη Τρίτη αποφάσισε να διερευνήσει τι είχε συμβεί. Πλησίασε τον διπλανό πωλητή και του έγνεψε χαμογελώντας: «Συγγνώμη, να σας κάνω μία ερώτηση; Έχει καιρό να δω το παιδί που πουλούσε μήλα στον διπλανό πάγκο από τον δικό σας. Ξέρετε, μήπως, γιατί έχει σταματήσει να έρχεται;» Ο ηλικιωμένος μανάβης με τα ολοβάμβακα γένια, έμεινε να την κοιτά άναυδος για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα της είπε διστακτικά: «Ποιον εννοείς κορίτσι μου;». «Τον Ηρακλή, τον νεαρό με τα μακριά μαλλιά», αποκρίθηκε εκείνη. Ευθύς, οι κόρες των ματιών του διεστάλησαν και με διακεκομμένη φωνή ψέλλισε: «Πού ξέρεις εσύ τον Ηρακλή; Δεν είναι δυνατόν να έχεις προλάβει καν να τον γνωρίσεις. Ο Ηρακλής, μάτια μου, έχει τριάντα χρόνια που έχει πεθάνει. Μια μέρα, μόλις τελειώσαμε τη βάρδια, κουρασμένοι καθώς ήμασταν και κατευθυνόμασταν προς το ουζερί στην πλατεία, δεν πρόσεξε….και…τον χτύπησε εκείνο το καταραμένο φορτηγό που πήγαινε βολίδα. Δεν τον προλάβαμε…». Εκείνη, προχώρησε αμίλητη μέχρι το σπίτι, με ασταθές βήμα και κόκκινα μάτια. Όλο το απόγευμα έμεινε με ακούνητα χείλη και καρφωμένο το βλέμμα της στον τοίχο.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε ήρεμη και γαλήνια, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Θυμόταν και το όνειρο που είχε δει: Επιστρέφοντας μια μέρα, αναστατωμένη, από τη δουλειά, είχε βρει στο τραπέζι της κουζίνας της ένα κατακόκκινο μήλο. Από κάτω, ήταν στερεωμένο ένα σημείωμα: «Να κυνηγάς πάντοτε τα όνειρά σου και να νικάς μία μία όλες τις δυσκολίες. Να φτάνεις κάθε όνειρό σου μέχρι το τέρμα. Και να θυμάσαι ότι το μαράζι της ζωής, που δεν πρέπει ποτέ να σε συνοδεύσει ως το θάνατο, είναι το απωθημένο».

Κατερίνα Δημοπούλου

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑