Κομπάρσος


Φτάνεις είκοσι λεπτά πριν από την ώρα που σου είπαν στο τηλέφωνο. Οι άνθρωποι γύρω σου τρέχουν, αγνοώντας οτιδήποτε πετάει ή περπατάει δίπλα τους. Περιφέροντας το βλέμμα σου στο χώρο εντοπίζεις κάποιον να κοιτάζει αμήχανα, σαν να μην ξέρει πού να απευθυνθεί. Πλησιάζεις: «Καλημέρα. Για το γύρισμα είσαι;» «Ναι», σου λέει, «Δεν πρέπει να έχει έρθει κανένας άλλος». «Δεν ξέρω κι εγώ τώρα ήρθα. Να ψάξουμε το βοηθό σκηνοθέτη», του λες. «Α, δε συστηθήκαμε κιόλας. Διονύσης», λες και του απλώνεις το χέρι. «Στέλιος, χάρηκα», απαντάει. Μια νεαρή κοπέλα, με έναν ατημέλητο κότσο στα μαλλιά και πίρσινγκ που κρέμεται κάτω από τη μύτη, πλησιάζει με γρήγορο βήμα προς τη μεριά σας. Τα μάτια σου σκανάρουν το παντελόνι σκακιέρα και το πράσινο στραβοφορεμένο της μπλουζάκι. Κρατά ένα φθαρμένο ντοσιέ, από το οποίο βγάζει μία λίστα και ρωτάει ανέκφραστη τα ονόματά σας. «Ωραία, περιμένετε εδώ μέχρι να σας φωνάξουμε. Έχει ψύκτη για νερό μόλις μπείτε από την πόρτα στα αριστερά. Έρχομαι σε 1′, Γιώτα», λέει και εξαφανίζεται αστραπιαία. Κοιτάζεστε στα μάτια με τον Στέλιο χωρίς να μιλάτε και αρχίζετε να προχωράτε παράλληλα.

Πίσω σας ακούγεται μια χαριτωμένη φωνή: «Συγγνώμη, παιδιά, είστε κι εσείς για το γύρισμα;» Είναι 20, σπουδάζει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά αλλά της αρέσει να βγάζει το χαρτζιλίκι της στα γυρίσματα. Είναι μικροκαμωμένη, αλλά έχει πράσινα εκφραστικά μάτια και ωραίο σώμα. Πρώτη σου σκέψη είναι να καταφέρεις να τη βγάλεις το Σάββατο για ποτό. Δεύτερη σκέψη: «Σιγά να μη θέλει να βγει με μένα. Θα της κολλήσει κανένας βοηθός σκηνοθέτη κι αυτό ήταν. Κι ο Στέλιος είναι ωραίο παιδί, θα μπορούσε να μου τη φάει. Αν και της ρίχνει καμιά δεκαριά χρονάκια. Τώρα, τι κάνει τριαντάρης άνθρωπος στο γύρισμα, ένας Θεός ξέρει!». Βρίσκετε ένα παγκάκι και κάθεστε ο ένας δίπλα στον άλλον. Ξέχασα να αναφέρω ότι τη λένε Σοφία. Η Σοφία, λοιπόν, στη μέση κι εσείς, ο ένας από τη μία και ο άλλος από την άλλη, να προσπαθείτε να της τραβήξετε την προσοχή με βαρετές ερωτήσεις. Τι μουσική λέτε να ακούει μια εικοσάχρονη; Της λες ότι και σένα σου αρέσει η τραπ, αν και τη μισείς.

«Σε τρία δύο ένα, πάμε!». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μαγεία από τον ήχο της κλακέτας. Η σκηνή ξεκινάει κι εσείς χαμηλώνετε τους τόνους, για να μη σας κάνουν παρατήρηση. «Κατ. Ησυχία οι βοηθητικοί εκεί πίσω», ακούγεται ο σκηνοθέτης. Είναι ο βασικός σκηνοθέτης, κάπου τον έχεις ξαναδεί. Πού και πού μπαίνει μπροστά από την κάμερα και κάνει μικρά ρολάκια. «Σε τρία, δύο, ένα, πάμε». Η απόλυτη ησυχία αυτή τη φορά. Μετά από τρεις σκηνές που θέλουν αποκλειστικά τους ηθοποιούς, σας φωνάζουν κι εσάς. Η κοπέλα με τον ατημέλητο κότσο, που, παρεμπιπτόντως, δε σας έχει πει ούτε το όνομά της, σε τραβά από το χέρι βιαστικά και σε τοποθετεί μπροστά στις σκάλες του κτηρίου. «Με το που ακούσεις πάμε μετράς μέχρι το πέντε και ανεβαίνεις τις σκάλες χαλαρά κοιτώντας μπροστά. Το ‘χουμε;» σου λέει. Χωρίς να έχεις στη διάθεσή σου ιδιαίτερο χρόνο να το σκεφτείς, ακούγεται ο σκηνοθέτης: «Έλα πάμε και δε θα το ξενυχτήσουμε εδώ μέσα το κέρατό μου…». Απέναντί σου έχουν στήσει τον Στέλιο παρέα με τη Σοφία να παριστάνουν το ζευγάρι. «Σκούρα τα πράγματα», σκέφτεσαι.

Επόμενη σκηνή. Μπαίνετε μέσα στο κτήριο. Σε ένα κυλικείο παλιό και με ελαφρώς βρόμικα τραπέζια σας βάζουν να καθίσετε και να παριστάνετε ότι είστε παρέα και πίνετε καφέ. Στο τραπέζι γνωρίζετε έναν ακόμα. «Πού ήσασταν πριν ρε παιδιά και δε σας βρήκα; Μάνος. Χάρηκα». Συστήνεστε στα γρήγορα πριν αρχίσει η σκηνή. Ο Μάνος μοιάζει γύρω στα σαρανταπέντε με πενήντα και φαίνεται να έχει αρκετή αυτοπεποίθηση. Αρχικά μπερδεύτηκες και νόμιζες ότι ήταν ηθοποιός. Σας φέρνουν τον υποτιθέμενο καφέ, ο οποίος είναι νερόπλυμα. «Μπορείτε να κάνετε ότι πίνετε», σας λένε. Μπροστά στον καθένα σας αφήνουν και από ένα γλυκό. Πάνω που ενθουσιάζεσαι, η άλλη βοηθός σκηνοθέτη, η οποία ξεχωρίζει από το πράσινο τσουλούφι της, σας προειδοποιεί να μην αγγίξετε τα γλυκά, γιατί είναι μπαγιάτικα, λέει και δεν έχουν χρόνο να σας τρέχουν στα επείγοντα. «Σε τρία, δύο, ένα, πάμε!». Η σκηνή ξεκινά. Μην έχοντας τι να πεις, αρχίζεις να τους λες, πίρι, πίρι, πίρι, μπλα μπλα μπλα, αφού είσαι πλάτη έτσι κι αλλιώς και δε φαίνονται τα χείλη σου! «Κατ», ακούγεται ο σκηνοθέτης. «Εσείς εκεί πίσω, οι βοηθητικοί, δεν κοιτάμε τον ηθοποιό που περνάει, κοιτάμε την παρέα μας μόνο. Τόσο δύσκολα είναι αυτά που λέμε;». Σοβαρεύεις το ύφος σου και κοιτάς την ώρα στο κινητό σου, γιατί η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται κάπως ενοχλητική.

Μετά τη σκηνή στο καφέ, σας αμολάνε και σας λένε να περιμένετε, γιατί θα σας ξαναχρειαστούν αργότερα. Κάθεστε έξω, κάτω από μία σκιά, γιατί δεν επιτρέπεται να είστε μέσα. Βλέπεις με την άκρη του ματιού τη Σοφία να στέκεται λίγο πιο πέρα κι έναν τύπο με πουκάμισο και πατημένο μαλλί να της κλείνει το μάτι. Εκείνη επιταχύνει το βήμα και έρχεται κοντά σας. Ο Μάνος αρχίζει να σας αφηγείται ιστορίες γυρισμάτων, κομπάζοντας για τα περάσματά του πίσω από τους πρωταγωνιστές και για τις πολυάριθμες ατάκες που του έχουν αναθέσει οι σκηνοθέτες! «Εμένα με ήθελε ο Μιχόπουλος να παίξω βασικό ρόλο στη σειρά που ετοίμαζε πέρυσι, αλλά κάτι στράβωσε με το κανάλι και δεν προχωρήσαμε». Κοιτάζεστε με τη Σοφία, έτοιμοι να σκάσετε στα γέλια αλλά συγκρατείστε με δυσκολία.

Νιώθεις ένα πιάσιμο χαμηλά στη μέση σου από τα παγκάκια. Η ώρα έχει περάσει αρκετά. Σας φωνάζουν για φαγητό. «Για εσάς είναι αυτά», λέει η τύπισσα με την πράσινη τούφα. Οι μυρωδιές σου έχουν σπάσει τη μύτη. Κοιτάς στ’ αριστερά που είναι το δικό σας φαγητό. Σάντουιτς συσκευασμένα με γαλοπούλα και κοτόπουλο. Κοιτάς στα δεξιά. Μπουφές με μαγειρεμένα φαγητά, καμιά δεκαριά, λες και είσαι σε τραπέζι γάμου. Ρωτάς αν μπορείτε να πιείτε από τα αναψυκτικά και σου λένε ναι. «Μεγαλοψυχία», σκέφτεσαι. Αφήνεις το μπουκάλι του αναψυκτικού και το πιάνει η Νικολέττα, μία από τις πρωταγωνίστριες, ενώ σου σκάει παράλληλα κι ένα χαμόγελο. Έχει χρόνια στη δουλειά κι έχει κάνει πολλές σειρές αλλά φαίνεται να είναι προσγειωμένη και καλή. Οι βοηθητικοί τρώτε όρθιοι, γιατί οι καρέκλες είναι ίσα ίσα για τους ηθοποιούς και το συνεργείο. Περνάει από δίπλα σας ο σκηνοθέτης χωρίς να γυρίσει καν το κεφάλι προς τη μεριά σας. Μυρίζει έντονο γεροντίστικο άρωμα και το μαλλί του είναι τρομερά αχτένιστο. Δε δείχνει να νοιάζεται. Οι πιο προσιτοί άνθρωποι σε εσάς εκεί πέρα είναι οι άνθρωποι του συνεργείου, μπούμερ, κινηματογραφιστές, φωτιστές.. Απλοί θνητοί σαν κι εσάς, οι οποίοι δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν μαζί σας γιατί δουλεύουν σε πολύ εντατικούς ρυθμούς. Κανείς θα έλεγε ότι τους διαολοστέλνουν όλους με το που φεύγουν από το γύρισμα κάθε βράδυ.

Οι ώρες περνούν και αρχίζει να σκοτεινιάζει. Ακόμα δε σας έχουν φωνάξει για επόμενη σκηνή. Έχεις κανονίσει και με τα παιδιά το βράδυ και αρχίζεις να ανησυχείς ότι δε θα προλάβεις να πας. Τη σκέψη σου διακόπτουν ο Στέλιος με τη Σοφία που τους ακούς να ανταλλάσσουν ίνστα. Προτού κλάψεις από μέσα σου σαν πεντάχρονο, η Σοφία γυρνάει προς τη μεριά σου, ζητάει και το δικό σου και σε κάνει follow αμέσως. Ο Μάνος είναι κάπου στο βάθος και προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με το σεναριογράφο και τον βοηθό σκηνοθέτη, οι οποίοι δεν του δίνουν καμία σημασία. Είναι εννιά το βράδυ. Η βοηθός Α’ με το παντελόνι σκακιέρα έρχεται προς το μέρος σας και παίρνει τη Σοφία. Θα χρειαστώ μόνο την κοπέλα, λέει. Οι άλλοι μπορείτε να φύγετε. Περιμένετε εκεί για να υπογράψετε. Τόσες ώρες για να μη σας χρειαστούν τελικά! Την ώρα που υπογράφετε σταματάς τη βιαστική βοηθό Β’ και τη ρωτάς αν ξέρει πότε θα πληρωθείτε. «Με το πρακτορείο σας αυτά παιδιά», λέει και φεύγει βιαστικά να χτυπήσει κλακέτα για την τελευταία σκηνή.

Περπατάς προς την έξοδο ξεφυσώντας. Σκέφτεσαι πως ήταν η τελευταία φορά που πήγες σε γύρισμα. Μέχρι την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνό σου από το πρακτορείο…

– Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα –

Κατερίνα Δημοπούλου

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑