Greek Literature project on Apokopos by Bergadis

Φιλολογική Έκδοση των στίχων 1-18 του Απόκοπου του Μπεργαδή

Αικατερίνη Γ. Δημοπούλου

1. Εισαγωγικό Σημείωμα

Ο Απόκοπος είναι ένα εκτενές ποίημα αφηγηματικής μορφής, αποτελούμενο από 556 στίχους. Πρόκειται για ένα έργο της ελληνικής δημώδους γραμματείας. Θα μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία των έργων διδακτικού-παραινετικού χαρακτήρα (Μαστροδημήτρης 2004:339).

Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από ένα όνειρο. Ο πρωταγωνιστής, ενώ βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου, ονειρεύεται ότι είναι έφιππος και κυνηγά ένα θηλυκό ελάφι. Το ελάφι του ξεφεύγει διαρκώς και δεν κατορθώνει να το προσεγγίσει. Κάποια στιγμή, αρχίζει να νυχτώνει και, τότε, εκείνος ανεβαίνει σε ένα δέντρο που στην κορυφή του βρίσκεται ένα μελίσσι και γεύεται το μέλι. Ένας άσπρος και ένας μαύρος ποντικός ροκανίζουν το δέντρο. Ο ήρωας πέφτει στο στόμα ενός δράκου και βρίσκεται ζωντανός στον Άδη. Εκεί, τον συναντούν οι σκιές δύο νέων και των ρωτούν αν οι ζωντανοί τους μνημονεύουν ή τους έχουν ξεχάσει. Εκείνος τους απαντά ότι οι χήρες τους έχουν συνάψει σχέσεις με άλλους άντρες και ότι οι μόνες που τους νοσταλγούν είναι οι μητέρες τους. Στη συνέχεια, ο ήρωας τους ρωτάει πώς βρέθηκαν στον Άδη. Εκείνοι του λένε ότι είναι αδέρφια με καταγωγή από οικογένεια ευγενών. Προκειμένου να ικανοποιήσουν την επιθυμία του πατέρα τους, ταξίδεψαν με καράβι να βρουν την αδερφή τους που βρισκόταν στην ξενιτιά. Το καράβι ναυάγησε και οι δυο τους πνίγηκαν. Η αδερφή τους, που είδε σε όνειρο τον θάνατό τους, πέθανε κι εκείνη μαζί με το νεογέννητο βρέφος της. Τα τρία αδέρφια συναντήθηκαν στον Άδη, όπου η κοπέλα τούς διηγήθηκε το θάνατό της. Τον ήρωα πλησιάζουν, στη συνέχεια κι άλλοι νεκροί και του στέλνουν παραγγέλματα για τους ζωντανούς, ενώ εκείνος προσπαθεί να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών.

Το έργο έχει δεχτεί θετική κριτική, παρόλο που δεν είναι διαδεδομένο στο ευρύ κοινό του 21ου αιώνα. Ο Μανούσακας το έχει χαρακτηρίσει ως «το αξιολογότερο ποίημα του 16ου αιώνα» (Μανούσακας 1965:16 στο Μαστροδημήτρης 2004:339). Ο Πολίτης υποστηρίζει ότι η λεπτομέρεια και «οι θερμοί τόνοι της περιγραφής» του ποιήματος δημιουργούν εικόνες της πρώιμης αναγεννησιακής περιόδου (Πολίτης 2004:51).

Αναφορικά με τη χρονολόγηση του έργου, υπολογίζεται ότι συντέθηκε κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 15ου αιώνα (Κεχαγιόγλου 1982:27-28). Το έργο έχει σωθεί σε δύο χειρόγραφα και αρκετές έντυπες εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση του κειμένου πραγματοποιήθηκε το 1509 στη Βενετία και ακολούθησαν οκτώ έντυπες εκδόσεις από τις οποίες σώζονται αντίτυπα (Μάττα 2019:32). Σύμφωνα με τη Μάττα (2019:34), ένας καταστροφικός σεισμός που συνέβη στην Κρήτη το 1508 αποτέλεσε την αφορμή της πρώτης έκδοσης του ποιήματος. Οι σύγχρονες εκδόσεις του έργου είχαν ως αφετηρία την έκδοση του Legrand το 1870, στην οποία το όνομα του ποιητή αναφέρεται ως Μπεργαής (Legrand 1870:6 στο Μάττα 2019:36). Ακολούθησαν η κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου (1963), η φωτοαναστατική έκδοση του Κεχαγιόγλου (1982), η κριτική μεταγραφή του Νικόλαου Παναγιωτάκη (1991) και, τέλος, η κριτική έκδοση του Vejleskov (2005) μεταφρασμένη στα αγγλικά από τη Margaret Alexiou (Μάττα 2019:36-37).

Η ταυτότητα του ποιητή δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το όνομα «Μπεργαδής» φαίνεται να συνδέεται με το όνομα «Bragadin/Bregadin», γνωστής οικογένειας Βενετών ευγενών που κατοικούσαν στο Ρέθυμνο της Κρήτης (Κεχαγιόγλου 1982:27). Την ευγενή καταγωγή του ποιητή μαρτυρούν, σύμφωνα με τον Αλεξίου (1979:14), οι εικόνες από το κυνήγι με τη συνοδεία ζώων, αλλά και ο τρόπος που περιγράφονται στο έργο οι περιουσίες των οικογενειών. Ο van Gemert μεταθέτει μεταγενέστερα τη συγγραφή του έργου και, συγκεκριμένα, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, συνδέοντας το όνομα του ποιητή με κάποιον Πέτρο Μπεργαδή, ο οποίος κατοίκησε στον Χάνδακα της Κρήτης (van Gemert 2006:62 στο Μάττα 2019:30). Ο ίδιος επισημαίνει πως δε θα υπήρχε κανένα διαθέσιμο στοιχείο για τον ποιητή, εάν ο επιμελητής Νικόλαος Καλλέργης δεν προσέθετε ένα εισαγωγικό δίστιχο που περιλαμβάνει το όνομα του δημιουργού στην αρχή του ποιήματος (van Gemert 2007:159).

Από μορφολογική άποψη, στο ποίημα αξιοποιείται η γλώσσα της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας, ενώ δεν απουσιάζουν στοιχεία του κρητικού ιδιώματος και αρκετοί αρχαϊσμοί (Αλεξίου 1979:11). Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αλεξίου (1979:12), ο ποιητής δε συμπεριλαμβάνει πολλά ιδιωματικά στοιχεία στο ποίημα, προκειμένου η γραφή του να μην αποκλίνει από το ύφος της καθομιλουμένης. Στο έργο παρατηρείται νοηματική συνοχή και σαφήνεια έκφρασης και ο λόγος του ποιητή είναι ρέων. Όπως επισημαίνει η Μάττα (2019:45), ο συγγραφέας του Απόκοπου δε μακρηγορεί στην έκφρασή του. Όσον αφορά το μέτρο του ποιήματος, ο στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.

Ο κεντρικός πυρήνας του ποιήματος είναι το όνειρο της κατάβασης στον Άδη. Το ονειρικό αυτό μοτίβο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά εμφανίζεται και στη Νέκυια της Οδύσσειας (Καλλίνης 2014:12). Ο θάνατος, ωστόσο, στην εκδοχή του Μπεργαδή, αποβάλλει το στοιχείο της φρικαλεότητας (Αλεξίου 1979:10). Όπως υποστηρίζει ο Αλεξίου στην κριτική του έκδοση του Απόκοπου, ο ποιητής εστιάζει στην ευφροσύνη που προκαλούν οι απολαύσεις της ζωής, ο θάνατος σηματοδοτεί την απουσία και τη λήθη και οι νεκροί εμφανίζονται εν είδει σκιών (Αλεξίου 1979:10). Με τον τρόπο αυτό, ο αναγνώστης του κειμένου αποστασιοποιείται από τον αποτροπιασμό που θα του προκαλούσε η περιγραφή της πραγματικής όψης ενός νεκρού και έχει την ευκαιρία να εστιάσει στις συμβολικές προεκτάσεις του αφηγήματος.

Και είναι γεγονός ότι ο Απόκοπος βρίθει από συμβολιστικά στοιχεία. Ο Κεχαγιόγλου (1982:35-36) υποστηρίζει ότι το όνειρο του αφηγητή χωρίζεται σε δύο αφηγηματικά μέρη, που συμβολίζουν αντίστοιχα τη μέρα και τη νύχτα. Οι αρχικοί στίχοι, με την καταδίωξη του ελαφιού και την ανάβαση στο δέντρο, υποδηλώνουν την ημέρα, ενώ οι επόμενες σκηνές, από την κατάβαση στον Άδη και έπειτα, συμβολίζουν τη νύχτα, όπου η ροή του χρόνου σταματά. Η ονειρική κάθοδος στον Άδη τονίζει, σύμφωνα με τον Αλεξίου (1979:7, 9), τον παροδικό χαρακτήρα της ζωής. Ο Κεχαγιόγλου (1982:37) αντιπαραβάλλει τις φάσεις της ζωής του ανθρώπου με τις διαφορετικές καταστάσεις στις οποίες περιέρχεται ο ήρωας στο όνειρο. Το άστοχο κυνήγι της ελαφίνας συμβολίζει τη επίμονη αναζήτηση των νέων για τον παρθενικό έρωτα. Αντίστοιχα, η φάση του ονείρου στην οποία ο ήρωας γεύεται το μέλι στο δέντρο ακόρεστα παρομοιάζεται με την ακόλαστη απόλαυση των ηδονών από τους πιο ώριμους άνδρες. Τέλος, η πτώση στο στόμα του δράκου συμβολίζει την παραίτηση που χαρακτηρίζει τους γηραιότερους, οι οποίοι, έχοντας απολαύσει την τρυφή του βίου, παραδίδονται στον θάνατο.

Ένα στοιχείο που επιτείνει τον συμβολικό χαρακτήρα του έργου αποτελεί η πρώτη σκηνή με το κυνήγι του θηλυκού ελαφιού, στην οποία αναφέρονται και οι υπό έκδοση στίχοι. Ο Παΐδας, ο οποίος εστίασε τη μελέτη του στην ανάδειξη του ερωτικού στοιχείου στον Απόκοπο, υποστηρίζει ότι η ελαφίνα που ξεφεύγει από τον νεαρό κυνηγό παραπέμπει στον ανεκπλήρωτο έρωτα εν γένει και στον τρόπο που αυτός κινεί τα νήματα του ανθρώπινου βίου (Παΐδας 1999:278). Υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής οπτικής, το επίμονο κυνήγι του θηλυκού ελαφιού ενδέχεται να δηλώνει την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει την αρετή. Η αδυναμία εκπλήρωσης αυτού του στόχου τον οδηγεί αναπόφευκτα στην ικανοποίηση των υλικών αναγκών και την ηδονή (Βασιλείου 1993:143 στο Μάττα 2019:54). Τέλος, μία εναλλακτική άποψη αποτελεί ο παραλληλισμός του κυνηγιού της ελαφίνας με την αναζήτηση της τροφής από τον άνθρωπο. Το γεγονός ότι το θήραμα, εν προκειμένω η ελαφίνα, διαφεύγει από τον θηρευτή, αποτελεί ένα ηθικό μήνυμα ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να επιδίδεται αποκλειστικά στην απόλαυση των υλικών καρπών του βίου (Υφαντής 2014:29 στο Μάττα 2019:67).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Απόκοπος συγκρίθηκε με έργα άλλων συγγραφέων, κυρίως λόγω της χρήσης από τον ποιητή του αρχέτυπου της κατάβασης στον Άδη. Το έργο παραλληλίστηκε με τον Πουλολόγο, με κριτήριο τη σκηνή του κυνηγιού και το σατιρικό στοιχείο (Σταυρακοπούλου 2008:315, 324). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την Cappellaro (2004:115), το ποίημα παρουσιάζει κοινά στοιχεία με την Παλαιά και Νέα Διαθήκη, καθώς και με τη Ρίμα Θρηνητική του Πικατόρου.[1] Η Cappellaro εντοπίζει, ακόμη, ομοιότητες του Απόκοπου με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, αλλά παραθέτει και την άποψη του Luciani (2000:369-375 στο Cappellaro 2004:117) ότι η αλληγορία με το κυνήγι της ελαφίνας παραπέμπει σε στίχους του Βοκκάκιου από το έργο του Ninfale Fiesolano. Όπως επισημαίνει ο Luciani (2000:369-375 στο Cappellaro 2004:119-120) οι ήρωες και των δύο έργων κοιμούνται και φαντάζονται στο όνειρό τους πως βρίσκονται σε μια ευχάριστη τοποθεσία.

2. Εκδοτικές αρχές

Η συγκεκριμένη φιλολογική έκδοση των στίχων 1-18 του έργου βασίστηκε στη Β’ έκδοση του κειμένου στη Βενετία το 1534,[2] η οποία εκδόθηκε φωτοαναστατικά από τον Κεχαγιόγλου (1982). Μέριμνα της έκδοσης αυτής αποτελεί η παράδοση ενός κειμένου, το οποίο θα είναι εύληπτο τόσο από έναν εξειδικευμένο αναγνώστη όσο και από έναν αναγνώστη που έρχεται σε επαφή με τη δημώδη λογοτεχνία για πρώτη φορά. Προκειμένου το κείμενο να μην αποκλίνει από την προσωπική ματιά του συγγραφέα, αποφεύχθηκαν οποιεσδήποτε υφολογικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της έκδοσης.

Αναφορικά με τον τονισμό του κειμένου, η έκδοση ακολούθησε το μονοτονικό σύστημα. Επομένως, αφαιρέθηκαν τα πνεύματα, τα σημάδια της βαρείας και της περισπωμένης και εφαρμόστηκε σε όλες τις λέξεις ο δυναμικός τόνος. Επιπλέον, απαλείφθηκαν οι παρατονισμοί.[3] Στους τύπους Α’πόκοπος (στ. 1), Ε’φανίσθη (στ. 5) και αγάλι’ (στ. 17) έγινε απαλοιφή της αποστρόφου. Όσον αφορά τη στίξη, η άνω τελεία αντικαταστάθηκε από το σημάδι της τελείας, προκειμένου να επιτραπεί η διατήρηση του κεφαλαίου γράμματος στις λέξεις που ακολουθούν το σημείο στίξης. Επιπροσθέτως, αφαιρέθηκαν τα κόμματα πριν από τον συμπλεκτικό σύνδεσμο και. Όσον αφορά την αποκατάσταση του μέτρου, η μοναδική διόρθωση που θεωρήθηκε θεμιτή είναι η αφαίρεση του τόνου στον τύπο Μίαν (στ. 3), καθώς ο τόνος στην πρώτη συλλαβή δεν επέτρεπε να διαβαστεί ο στίχος ως ιαμβικός. Στον στίχο 3, οι λέξεις να κοιμηθώ εθυμήθην μπορούν να διαβαστούν με συνίζηση των φωνηέντων κι, επομένως, δεν επηρεάζουν το ρυθμό του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Η ουσιαστικότερη επέμβαση στη μορφή του κειμένου είναι η αποκατάσταση των ημιστιχίων σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Η ομοιοκαταληξία είναι τέλεια, με εξαίρεση τους στίχους 17-18: περπάτουν – καλά του (Παναγιωτάκης 1991:166).

Υφολογικές παρεμβάσεις, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, κρίθηκαν απευκταίες. Επομένως, διατηρήθηκε το τελικό –ν στο τέλος ρημάτων και ουσιαστικών, καθώς θεωρήθηκε στοιχείο ύφους αλλά και ευφωνίας.[4] Ωστόσο, σε περιπτώσεις που η διατήρηση του τελικού θα παραβίαζε τους κανόνες της γραμματικής Τριανταφυλλίδη (Τριανταφυλλίδης 1998α:38), θεωρήθηκε σκόπιμο αυτό να εξοβελιστεί.[5] Η κατάληξη -ουσι του ενεστώτα παρέμεινε, καθώς η χρήση αυτής της κατάληξης είναι συχνή στα κείμενα της μεσαιωνικής γραμματείας (Αλεξίου 1993:55). Για υφολογικούς λόγους διατηρήθηκε, επίσης, το αρχικό άτονο φωνήεν –ε στα ρήματα: ενύσταξα / εθυμήθην (στ.3) και εκαβαλίκευγα (στ. 6) (Αλεξίου 1993:55). Η χρονική αύξηση στον στίχο 11 (ἢρχησα), μολονότι αποτελεί παρωχημένο σχηματισμό παρελθοντικού χρόνου, ο οποίος δεν απαντάται στην κοινή νεοελληνική, θεωρήθηκε ιδιωματικό στοιχείο της κρητικής διαλέκτου. Ως εκ τούτου, διατηρήθηκε. Στον συγκεκριμένο τύπο αποκαταστάθηκε, ωστόσο, η λανθασμένη ορθογραφία. Ο τύπος σελλοχαλινωμένον (στ. 6) διατηρήθηκε αυτούσιος. Εικάζεται ότι αποτελεί σύνθετη μετοχή, προερχόμενη από τις ελληνιστικές λέξεις σέλλα (κάθισμα για το άλογο) και χαλινάριον (ηνίο) (Τριανταφυλλίδης 1998β).

Η ορθογραφική προσέγγιση του κειμένου βασίστηκε στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδης 1998β), με σκοπό η ανάγνωση του έργου να καταστεί δυνατή από τον αναγνώστη του σήμερα, ο οποίος διδάχθηκε κανόνες ορθογραφίας από τη γραμματική του Τριανταφυλλίδη (Καπλάνης 2002:217). Εκτός από τις ορθογραφικές διορθώσεις,[6] αξίζει να αναφερθεί η αντικατάσταση του ὁκ’ από τον τύπο κι στον στίχο 9.[7] Αντίστοιχα, όλοι οι τύποι κ’ και κ τράπηκαν σε κι. Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης του Κεχαγιόγλου (1982), ο πίνακας με τα συμπλέγματα και τις συντομογραφίες δικαιολογεί τη διόρθωση του συμπλέγματος –οξ σε –εξ.[8] Όσον αφορά τα φθογγικά πάθη, επισημαίνεται, τέλος, η διόρθωση της κράσης στο στίχο 16 με το διαχωρισμό των δύο λέξεων (τἄπιαστον > τ’ άπιαστον).

Ο τύπος τζάκισε[9] της φωτοαναστατικής έκδοσης του Κεχαγιόγλου (1982) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα μπορούσε να διατηρηθεί στη μορφή που παραδίδεται. Αποτελεί, ωστόσο, σύνηθες φαινόμενο στα έργα της νεοελληνικής δημώδους γραμματείας οι φωνητικές αξίες -τσ, -τζ, να αποδίδονται με τα συμφωνικά συμπλέγματα -τζ/-ντζ (Καπλάνης 2002:220). Επομένως, το σύμπλεγμα -τζ αντικαταστάθηκε από το σύμπλεγμα -τσ (τσάκισε, στ. 12).

Η παρούσα φιλολογική έκδοση συνοδεύεται από γλωσσάρι, στο οποίο επεξηγούνται δυσνόητοι στον αναγνώστη τύποι, καθώς και δύσχρηστοι τύποι οι οποίοι διατηρήθηκαν λόγω ύφους. Προκειμένου να δημιουργηθεί το γλωσσάρι, χρησιμοποιήθηκαν το Γλωσσάριο του Στυλιανού Αλεξίου στην έκδοση του Απόκοπου (1979), η Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Κριαρά (2001-2003), καθώς και το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη (1998β). Παρατίθεται ο αρχικός τύπος του λήμματος και ακολουθεί σε παρένθεση ο στίχος στον οποίο εντοπίζεται το λήμμα στη συγκεκριμένη έκδοση. Στο πλάι, σημειώνεται με άνω και κάτω τελεία η ερμηνεία της λέξης και σε παρένθεση περιλαμβάνεται η παραπομπή στην πηγή από την οποία αντλήθηκε το λήμμα. Τέλος, όλες οι λέξεις που περιλαμβάνονται στο γλωσσάρι έχουν σημανθεί με το σύμβολο του αστερίσκου στο υπό έκδοση κείμενο.

3. Φιλολογική Έκδοση στίχων 1-18

  1. Απόκοπος* του Μπεργαδή, ρίμα λογιοτάτη,
  2. την έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη*.
  3. Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην,
  4. έθεκα* στο κρεβάτιν μου κι ύπνον υποκοιμήθην.
  5. Εφανίσθη μου κι έτρεχα εις λιβάδιν ωραιωμένον,
  6. φαρίν* εκαβαλίκευγα*, σελλοχαλινωμένον.
  7. Κι είχα στη ζώσιν* μου σπαθίν, στο χέρι μου κοντάριν,
  8. ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίτες* και δοξάριν*.
  9. Και φάνη με κι εδίωχνα*, με θράσος ελαφίνα,
  10. ώρες εκοντοστένετον* και ώρες με βίαν εκίνα.
  11. Προυνόν* του τρέχειν ήρχισα, τάχα να βάλω χέρα,
  12. έτρεχα ώστε και τσάκισε, το σταύρωμα η μέρα.
  13. Κι ευθύς από τα μάτια μου, εχάθηκεν το λάφιν
  14. και πώς και πότ’ εχάθηκεν, εξαπορώ* του γράφειν.
  15. Λοιπόν το τρέχειν έπαυσα, ούτως και το σπουδάζειν
  16. και το ξετρέχειν τ’ άπιαστον και το φαρίν κολάζειν*.
  17. Και αγάλι αγάλι* επήγαινα, σιγά σιγά περπάτουν,
  18. τον κόσμον εξενίζον* μου, τ’ άνθη και τα καλά του.

4. Γλωσσάρι

Αγάλι (αγάλι, στ. 17): αργά, χωρίς βιασύνη (Κριαράς 2001-2003)

Απόκοπος, ο (Απόκοπος, στ.1): αυτός ο οποίος έχει τελειώσει κοπιαστική εργασία (Κριαράς 2001-2003)

Δοξάρι(ν), το (δοξάριν, στ. 8): τόξο (Κριαράς 2001-2003)

Ζώσις, η (ζώσιν, στ. 7): ζώνη (Κριαράς 2001-2003)

Θέτω (έθεκα, στ. 4): τοποθετώ, βάζω (Κριαράς 2001-2003)

Εξαπορώ (εξαπορώ, στ. 14): εκπλήσσομαι (Κριαράς 2001-2003)

Ξενίζω (εξενίζον, στ. 18): εκπλήσσομαι (Κριαράς 2001-2003)

Καβαλικεύ(γ)ω (εκαβαλίκευγα, στ. 6): ιππεύω, ανεβαίνω πάνω σε άλογο (Κριαράς 2001-2003)

Κολάζω (κολάζειν, στ. 16): καταπονώ, κουράζω (Αλεξίου 1979)

Κοντοστένομαι (εκοντοστένετον, στ. 10): σταματώ για λίγο (Αλεξίου 1979)

Ποθεινός -ή -ό, (ποθεινοτάτη, στ. 2): ποθητός (Τριανταφυλλίδης 1998)

Προυνό, το (προυνόν, στ.11): πρωί (Τριανταφυλλίδης 1998)

Σαγίττα, η (σαγίτες, στ. 8): βέλος (Αλεξίου 1979)

Φαρίν, το (φαρίν, στ. 6/16): άλογο (Αλεξίου 1979)

5. Βιβλιογραφία

Αλεξίου, Στ. 1979. Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα. Αθήνα: Ερμής.

Aλεξίου, Στ. 1993. «H ορολογία των περιόδων της λογοτεχνίας μας», στο N. M. Παναγιωτάκης (επιμ.), Aρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας/Originidellaletteraturaneogreca. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου NeograecaMediiAevi 7-10/11/1991,τομ.A’, Bενετία, 54-60.

Cappellaro, E. 2004. «Επιδράσεις του Βοκκακίου στον Απόκοπο του Μπεργαδή (1370-1519)», Σύγκριση / Comparaison,τόμ.15 (2004), 114-131.

Κακριδής, Ι. Θ. 1953. «Ερμηνευτικά στον Απόκοπο του Μπεργαδή», Κρητικά Χρονικά, 7, 409-413, στο http://georgakas.lit.auth.gr/dimodis/images/pdf/230522 3370562a.pdf (τελευταία πρόσβαση: 26/5/2023).

Καλλίνης, Γ. 2014. «Απόκοπος του Μπεργαδή. Ένα αινιγματικό ποιητικό όνειρο», Κονδυλοφόρος,τόμ. 13 (2014), 11-20.

Καπλάνης, Τ. Α. 2002. «Εκδόσεις κειμένων της νεοελληνικής δημώδους γραμματείας και μονοτονικό σύστημα», Κονδυλοφόρος,τχ. 1 (2002), 205-235.

Κεχαγιόγλου, Γ. 1982. Λαϊκά Λογοτεχνικά Έντυπα 1. Απόκοπος. Απολώνιος. Ιστορία της Σωσάννης. Αθήνα: Ερμής.

Κριαράς, Εμμ. 2001-2003. Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας. 1100–1669 (επιμ Ι. Ν. Καζάζης, Τ. Α. Καραναστάσης). Θεσσαλονίκη, στο https://www.greek-language.gr/greekLang/medieval _greek/kriaras/index.html (τελευταία πρόσβαση: 28/5/2023).

Μαστροδημήτρης, Π. Δ. 72004. Η ποίηση του Νέου Ελληνισμού. Πρωτονεοελληνικά κείμενα, Κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι: Ανθολογία. Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν. 

Μάττα, Σ. 2019. Απόκοπος του Μπεργαδή (Χρηστική ερμηνευτική έκδοση).Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Παΐδας, Κ. Δ. Σ. 1999. «Το ερωτικό στοιχείο στον Απόκοπο του Μπεργαδή», Ελληνικά,49/2 (1999), 277-288.

Παναγιωτάκης, Ν. Μ. 1991. «Το κείμενο της πρώτης έκδοσης του Απόκοπου. Τυπογραφική και φιλολογική διερεύνηση», Θησαυρίσματα, 21 (1991), 89-209.

Πολίτης, Λ. 142004. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Σταυρακοπούλου, Σ. 2008. «Ερμηνευτικές διερευνήσεις στον Απόκοπο του Μπεργαδή: Μια προσέγγιση με τον Πουλολόγο», Ελληνικά, τόμ. 58, τχ. 2 (2008), 315-338.

Τριανταφυλλίδης, Μ. 1998α. Νεοελληνική γραμματική [αναπροσαρμογή της μικρής Νεοελληνικής γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Τριανταφυλλίδης, Μ. 1998β. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], στο https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/ triantafyllides/ (τελευταία πρόσβαση: 24/5/2023).

van Gemert, A. 2007. «Η συμβολή των “ξένων” στην πρώιμη κρητική λογοτεχνία», Ελληνικά, τόμ. 57, τεύχ. 1 (2007), 155-163.


[1] Για μια εκτενέστερη ματιά στον Πουλολόγο και στη Ρίμα Θρηνητική βλ. την Ανθολογία των κειμένων στο Μαστροδημήτρης 2004:265-269, 355-357.

[2] Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότη τον Damiano di Santa Maria και τυπογράφο τον Stefano de Sabbio (Μάττα 2019:35).

[3] Στον στ. 9 ο τύπος φάνη ήταν τονισμένος (πιθανώς από κάποιον αντιγραφέα) πάνω στο –ν. Το ίδιο και ο τύπος εξενίζον στον στ. 18.

[4] Βλ. στ. 5, λιβάδιν ωραιωμένον, όπου το συνεχόμενο τελικό –ν στις δύο λέξεις, σε συνδυασμό με τη χρήση των υγρών συμφώνων και δημιουργούν γλαφυρότητα ύφους.

[5] Στον στ. 7, ο τύπος στὴν της φωτοαναστατικής έκδοσης τράπηκε σε στη.

[6] Βλ. ρήμα > ρίμα / λογιωτάτη > λογιοτάτη / μπεργαδή > Μπεργαδή (στ.1) / κρεββάτιν > κρεβάτιν (στ. 4) / ἤρχησα > ήρχισα (στ. 11) / ἐπήγενα > επήγαινα (στ. 17).

[7] Στο Κριαράς 2001-2003 υπάρχει λήμμα οκαί με ερμηνεία και. Το ὁκ’ που παρατηρείται στη φωτοαναστατική έκδοση πιθανώς αντιστοιχεί στον συγκεκριμένο σύνδεσμο.

[8] Βλ. εξαπορώ, (στ. 14), εξενίζον (στ. 18).

[9] Η ερμηνεία της φράσης αποδίδεται ως: «άρχισε να νυχτώνει», σύμφωνα με τον Κακριδή (Κακριδής 1953:409).

~ Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος “Επιμέλεια κειμένων και εκδοτικές πρακτικές” για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα “Δημιουργική Γραφή” του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. ~

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑