Νύχτα έμπνευσης

Ο άνεμος έσπρωξε το παράθυρο και οι κουρτίνες σείστηκαν χορευτικά. Εισήλθε στο δωμάτιο αγέρωχος, με επιβλητικό παράστημα. Η μυρωδιά από λιβάνι, ανακατεμένη με άρωμα νοτισμένων λουλουδιών, είχε κατακλύσει τον χώρο για μία ακόμη φορά. Ο Μάριος έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε.

— Άργησες σήμερα.

— Δες, που βάλαμε και δερβέναγα τώρα! Μικρέ… Θυμήσου λίγο ποιος βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση στη συμφωνία μας, του είπε ο επισκέπτης θιγμένος, κουνώντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.

— Να αρχίσουμε, όμως, γιατί όπου να ‘ναι θα ξημερώσει, του απάντησε ο Μάριος, καθώς, σαστιμένος, άνοιγε βιβλία και τετράδια πάνω στο γραφείο και έσερνε μια δεύτερη καρέκλα πλάι στη δική του.

Ο επισκέπτης κάθισε με προσοχή στην ξύλινη καρέκλα και καθάρισε τη φωνή του επιδεικτικά.

— Λοιπόν, για να ιδούμε τι έχουμε σήμερα. Μα πού είναι τα υπόλοιπα; Μόνο αυτά μία ολόκληρη εβδομάδα;;; είπε φυλλομετρώντας μερικές άδειες σελίδες στο τετράδιο που είχε μπροστά του.

—  Ναι, μου συμβαίνουν πολλά τελευταία… Δεν μπορώ να γράψω… Για σήμερα νομίζω πως θα πρέπει να γράψεις εξ ολοκλήρου εσύ! του είπε ο Μάριος και μαζεύτηκε στο καβούκι του σαν ενοχικό γατί.

— Μα τι λες, πανάθεμά με; Έχεις δει το ρολόι σου; Πώς είναι δυνατόν να προλάβω να συντάξω τόσες αράδες; του απάντησε εκείνος αναστατωμένος.

Ο επισκέπτης ξεκίνησε να γράφει. Ο Μάριος, καθισμένος στη διπλανή καρέκλα, τον παρακολουθούσε αμίλητος. Στο ασύρματο ηχείο που είχε συνδέσει στο κινητό του έπαιζε σε χαμηλή ένταση μελοποιημένη ποίηση με τη φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου. Κάπου κάπου αναστέναζε σκεπτικός, μα σώπαινε κατευθείαν υπό το βλοσυρό βλέμμα του επισκέπτη.

Το ρολόι του τοίχου που είχε από φοιτητής έδειχνε ήδη τέσσερις και τριάντα πρώτα λεπτά.

— Συντόμευε… σε παρακαλώ, είπε ο Μάριος, καθώς χτυπούσε νευρικά το πόδι του στο πάτωμα.

— Δεν μου λες, νεαρέ ποιητά. Προς τι τόση βιασύνη σήμερα; του απάντησε ο επισκέπτης, με ένα χαλαρό μειδίαμα, που θύμιζε φιλική διάθεση περισσότερο, παρά επίπληξη.

— Ε… είναι κάποιες προθεσμίες στο Πανεπιστήμιο. Πιέζουν και από το περιοδικό… Κι εμένα ο νους μου τρέχει. Δεν είμαι σε θέση… κανείς δεν με καταλαβαίνει, είπε και άρχισε να σκαλίζει το κινητό του, ελέγχοντας ξανά και ξανά τα ίδια μηνύματα.

— Κατάλαβα, νεαρέ. Με γυναίκες καταγίνεσαι κι εσύ. Κακή ενασχόληση, πιο δηλητηριώδης κι από το ίδιο το δηλητήριο, θα έλεγα. Τέλος πάντων. Σε έχω σχεδόν έτοιμο για απόψε. Δυο λέξεις μόνο και το ολοκληρώνω.. Ορίστε, όχι «λύση» αλλά «δύση»… έτσι ακριβώς μου αρέσει.

— Α, την αμοιβή σου… ψιθύρισε ο Μάριος και έβγαλε από το σακίδιό του μία δεσμίδα κιτρινισμένα φύλλα. Αυτά βρήκα στη βιβλιοθήκη του. Ελπίζω να σου κάνουν. Κοίτα, να μου τα φέρεις πίσω, για να μη με υποψιαστούν. Το Σαββατοκύριακο θα πάω και στο εξοχικό της οικογένειας με τον δισέγγονό του και παρέα. Θα διανυκτερεύσουμε εκεί. Τη νύχτα, που όλοι θα κοιμούνται, θα ψάξω καλά μέσα στα σύνθετα και τις παλιές βιβλιοθήκες. Ό,τι βρω, θα σου το φέρω.

Ο επισκέπτης φύσηξε τη σκόνη πάνω από τη στοίβα με τα γράμματα και τα έσφιξε στο στέρνο του.

— Αχ.. κιτρινισμένα χαρτιά με μισοσβησμένες λέξεις. Ίσα που διακρίνει κανείς τα γράμματα. Θα βγουν οι οφθαλμοί μου πάλι. Ελπίζω αυτή τη φορά να ανακαλύψω κάτι.

Τράβηξε ελαφρώς την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός είχε αρχίσει να ανακτά το μπλε και το μωβ του ξημερώματος.

— Πρέπει να πηγαίνω.

— Μισό λεπτό. Πριν φύγεις. Πες μου σε παρακαλώ. Αν βρεις αυτό που ζητάς, θα σταματήσεις να έρχεσαι; Τι μπορώ να κάνω για να μη με εγκαταλείψεις; Δεν θα τα καταφέρω μόνος μου, είπε ο Μάριος και κοίταξε προς το πάτωμα.

— Ο ποιητής, νεαρέ, δεν σκύβει ποτέ το κεφάλι. Τον δρόμο του τον βρίσκει πάντα. Ακόμα κι αν χρειαστεί «τον Γολγοθά του ν’ ανέβει». Και να θυμάσαι. Τη θλίψη να μην την αφήνεις να λησμονηθεί. Από εκείνη ρέουν ποταμοί έμπνευσης.

Αυτά είπε και χάθηκε πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου.

Ο Μάριος άνοιξε το παράθυρο διάπλατα, προσπαθώντας να απαλλάξει τον χώρο από τη μυρωδιά του λιβανιού. Έπεσε εξουθενωμένος πάνω στο στρώμα, που είχε σχηματίσει μια μικρή λακκούβα από τον ταραχώδη ύπνο των τελευταίων ημερών. Τα μάτια του έκλεισαν δίχως να το καταλάβει… Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και ένιωσε ένα τίναγμα σε όλο του το σώμα. Ξύπνησε απότομα. Με τα δυο του χέρια κάλυψε τα μάτια του, τα οποία τυφλώνονταν από την αιχμηρή αχτίδα φωτός που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο.

Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Εννιά και τριάντα. Άρπαξε φουριόζος δυο ρούχα από την καρέκλα και τα φόρεσε. Με μισοφορεμένη μπλούζα έτρεξε στη σαλοκουζίνα και πάτησε το κουμπί της καφετιέρας. Τελικά, ίσως αποδείχτηκε χρήσιμη η συνήθειά του να τοποθετεί τον καφέ και το φλιτζάνι από το βράδυ. Καθώς προσπαθούσε να σουλουπώσει τα ρούχα του και τα ανακατεμένα μαλλιά του, παρατήρησε ένα βιβλίο που είχε πέσει από τη βιβλιοθήκη. Ποιήματα. Άπαντα τα ευρεθέντα, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Κοντοστάθηκε για λίγο. Έπιασε το πιγούνι του και χαμογέλασε. Επιστρέφοντας, θα ξεκινούσε να γεμίζει τις άδειες σελίδες που περίμεναν στωικά ένα σημάδι έμπνευσης.

Κατερίνα Δημοπούλου

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑