Tribute

Προτού αρχίσω το παιχνίδισμα με τις αράδες βιβλίων, στο απώτερο παρελθόν, ήξερα μια συγγραφέα. Σαγηνευτική ύπαρξη. Απόμακρη αλλά γοητευτική. Θα μπορούσε να ήταν μούσα του Bram Stoker σε ένα από τα πιο σκοτεινά του βιβλία. Δεν κάναμε παρέα και η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να με συμπαθούσε, λόγω του πληκτικά ήπιου χαρακτήρα μου.

Μια μέρα άκουσα ότι είχε φύγει από καρκίνο. Ίσως για να μην της επιτραπεί να γεράσει… Ίσως για να μετουσιωθεί σε ένα από τα άγρια τριαντάφυλλα στον κήπο του Nick Cave. Μαθεύτηκε πολύ αργότερα. Δεν ήθελε να τη θυμάται κανείς τρωτή. Δεν ήταν εύκολο να σου εμπιστευτεί τα σκοτάδια της. Ένας απροσπέλαστος χείμαρρος δημιουργίας και δυσφορίας για τα τετριμμένα και τα κοινότοπα. Η γραφή της έπαιζε με το φανταστικό, άγγιζε τα σύμπαντα του τρόμου. Στον χώρο σιώπησαν πολλοί στο άκουσμα της είδησης. Θυμάμαι να παγώνει το βλέμμα μου και να στριφογυρνάω τις νύχτες με την εικόνα της στο μυαλό μου. Είχα να τη δω χρόνια. Πώς εξανεμίζεται η μαγεία της ελπίδας όταν χάνονται εκείνοι που θαρρείς πως η ευφυΐα τους δεν θα τους επιτρέψει να χαθούν… Θα ήθελα να διάβαζα όσα θα είχε να πει σήμερα γι’ αυτήν την αποκρουστική παράνοια… Να βρεθώ σε μια παρουσίαση βιβλίου της. Όχι σαν εκείνο το κορίτσι με τα φουστανάκια που της έγνεφε δειλά, μα έτοιμη να συστηθώ κι εγώ στους μέγιστους που έπιναν μπίρα μαζί μετά το πέρας της μέρας.

Κάποτε, ήξερα μια συγγραφέα. Όταν η πόλη είναι σκοτεινή, τη βλέπω. Στις τζαμαρίες των μαγαζιών με τις βουβές κούκλες που θαρρείς πως κουνούν ανεπαίσθητα τα χέρια τους. Στις σκιές που χάνονται στις γωνίες. Κάτι Κυριακές αργά το βράδυ που η πόλη τηρεί μεταποκαλυπτική σιγή και όλοι κοιμούνται παραδομένοι, την ακούω. Κάτι προσπαθεί να μου πει, αλλά πιάνω μόνο απόκοσμους ήχους σε λανθασμένη συχνότητα. Δεν είμαι ακόμα έτοιμη. Κάτι απογεύματα που το φόντο στο μπαλκόνι πορτοκαλίζει από τον βυθισμένο ήλιο και τη σκόνη, εκεί που η σκέψη μου χάνεται σε επικίνδυνες ατραπούς, τη νιώθω. Στέκεται κάπου γύρω μου. Μια ανάσα κοντά μου. Δεν τη ρωτάω. Ποτέ δεν τη ρωτάω. Δεν θέλω να ξέρω τι θα μου απαντήσει. Κάνουμε ένα τσιγάρο βουβά και περιμένω να φύγει. Ίσως —ποιος ξέρει— στη βιβλιοθήκη μου να έμεινε σκόπιμα κενό εκείνο το ράφι.

Στη μνήμη.

Κατερίνα Δημοπούλου

Leave a comment

Blog at WordPress.com.

Up ↑